- ζωηρός
- -ή, -ό (AM ζωηρός, -ά, -όν)1. αυτός που έχει σφρίγος, ζωτικότητα, ζωντανός, δραστήριος, ενεργητικός2. (για πρόσ.) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, απειθάρχητος, άτακτος3. αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, ερωτιάρης, ερωτύλος4. μτφ. έντονος, σφοδρός, ορμητικός, ενθουσιώδης («ζωηρή συζήτηση»)(μσν.- αρχ.)1. αυτός που δίνει, που παρέχει ζωή2. το ουδ. ως ουσ. τό ζωηρόνη βιοτική αρχή, ο κανόνας τού βίου.επίρρ...ζωηρά και ζωηρώς1. κατά τρόπο ζωηρό, έντονο, ορμητικό2. κατά τρόπο εκφραστικό3. γοργά, ευκίνητα4. σφριγηλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι)* + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμ-ηρός, σιωπ-ηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.